Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Στις 5.000 ευρώ το όριο για μη τήρηση βιβλίων

Αποσύρθηκε χθες από το φορολογικό νομοσχέδιο (το οποίο υπερψηφίστηκε σε δεύτερη ανάγνωση από τη Βουλή και εισάγεται αύριο στην ολομέλεια)  η επίμαχη διάταξη που επέτρεπε στους επιτηδευματίες και τις επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο έως 10.000 ευρώ να μην εκδίδουν αποδείξεις και να μην τηρούν λογιστικά βιβλία και στη θέση της θα κατατεθεί  νέα ρύθμιση,  βάσει της οποία δεν θα τηρούν βιβλία μόνο οι επιτηδευματίες που ανήκουν στα λεγόμενα τεχνικά επαγγέλματα (ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί κ.λπ.) και εφόσον δηλώνουν ετήσιο τζίρο έως 5.000 ευρώ.

Η κυβέρνηση απέσυρε το άρθρο για τον αναβαλλόμενο φόρο στις τράπεζες, κίνηση που αρχικά δημιούργησε αμηχανία στο τραπεζικό σύστημα. Σύμφωνα με πληροφορίες από την Τράπεζα της Ελλάδος η ρύθμιση θα κατατεθεί εκ νέου και αφού καταλήξουν οι συζητήσεις της κυβέρνησης με την τρόικα για το ζήτημα αυτό.
Με την ίδια τροπολογία διευρύνεται το πεδίο των δαπανών με αποδείξεις που αναγνωρίζονται από την εφορία, ενώ προβλέπεται και έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα των  εισφορών που καταβάλλουν οι επαγγελματίες στα ασφαλιστικά ταμεία.
Ειδικότερα με νομοτεχνικές βελτιώσεις που κατέθεσε στη Βουλή ο υπουργός Οικονομικών:
1. Διορθώνεται η απόφαση του υπουργείου Οικονομικών αναφορικά με την υποχρέωση των επαγγελματιών της οικοδομής (π.χ. ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί) να εκδίδουν αποδείξεις παροχής υπηρεσιών και να τηρούν βιβλία. Ενώ με την αρχική διατύπωση του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών οι παραπάνω φορολογούμενοι με ετήσια ακαθάριστα έσοδα έως 10.000 ευρώ απαλλάσσονταν από την τήρηση βιβλίων και την έκδοση αποδείξεων, η τροπολογία που κατατέθηκε προβλέπει τη μείωση του σχετικού ορίου στις 5.000 ευρώ και την υποχρέωση τήρησης βιβλίων και έκδοσης αποδείξεων από όλους όσοι ασχολούνται με την επισκευή-συντήρηση οικοδομών κ.λπ.
2. Μισθωτοί και συνταξιούχοι υποχρεούνται, προκειμένου να καρπωθούν την έκπτωση φόρου, να συλλέξουν αποδείξεις λήψης υπηρεσιών και αγοράς αγαθών αξίας τουλάχιστον ίσης με το 25% του εισοδήματός τους. Το ανώτατο ποσό των αποδείξεων ορίστηκε στις 10.500 ευρώ που σημαίνει ότι φορολογούμενος με εισόδημα 20.000 ευρώ, θα πρέπει να συλλέξει αποδείξεις αξίας 5.000 ευρώ, ενώ φορολογούμενος με εισόδημα 42.000 ή 80.000 ή 100.000 ευρώ θα πρέπει να συλλέξει αποδείξεις αξίας 10.500 ευρώ.
Με την κατάργηση των φοροαπαλλαγών μεταβάλλεται  το πεδίο των δαπανών με αποδείξεις που αναγνωρίζονται από την εφορία. Στην αξία των αποδείξεων προσμετρώνται πλέον και τα δίδακτρα φροντιστηρίων ξένων γλωσσών, ενώ παραμένουν εκτός αποδείξεων οι δαπάνες για ασφάλιστρα. Στην τροπολογία ορίζεται ότι δεν περιλαμβάνονται στις αποδείξεις ιατρικές δαπάνες, καταβαλλόμενη διατροφή από διαζευγμένους συζύγους, οι δωρεές και οι δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων. Για την αξία των αποδείξεων που λείπουν από κάθε μισθωτό-συνταξιούχο θα επιβάλλεται πρόσθετος φόρος ίσος με το 22% της αξίας αυτής. Σημαντική καινοτομία που εισάγεται είναι ότι αναγνωρίζονται πλέον και οι δαπάνες για λήψη υπηρεσιών και αγορά αγαθών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Αναγνωρίζεται το δικαίωμα των ελεύθερων επαγγελματιών και των επιχειρήσεων να εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά τους το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν στα ταμεία υποχρεωτικής ασφάλισης από 1/1/ 2013 και μετά.
4. Αλλάζουν επί το επαχθέστερο για τις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες οι προβλέψεις του νομοσχεδίου για τις αποσβέσεις περιουσιακών στοιχείων. Για παράδειγμα, ενώ με την αρχική μορφή του νομοσχεδίου η απόσβεση των μέσων μεταφοράς (π.χ. αυτοκίνητα) γινόταν σε 5 έτη, με τη νέα διάταξη θα γίνεται σε 10 έτη. Ανάλογες αυξήσεις χρόνου απόσβεσης γίνονται και στις αποσβέσεις άλλων πάγιων στοιχείων. Παράλληλα, η αξία παγίου που μπορούσε να αποσβεστεί στο σύνολό της μέσα στο ίδιο έτος που αποκτήθηκε το πάγιο, από τα 5.000 ευρώ που προέβλεπε η αρχική διάταξη, μειώνεται στα 1.500 ευρώ.
5. "Ξηλώθηκε"  η διάταξη που υπήρχε στην αρχική μορφή του νομοσχεδίου και αφορούσε την αναβαλλόμενη φορολογία για τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία είχαν υποστεί ζημίες στο πλαίσιο του εθελοντικού κουρέματος του ελληνικού χρέους. Στην αρχική διάταξη αναφερόταν ότι «οι τράπεζες έχουν το δικαίωμα να συμψηφίσουν το φόρο που αναλογεί στις ζημίες τους από το PSI με το φόρο εισοδήματος που οφείλουν να καταβάλλουν στο Δημόσιο. Ο φόρος για τις ζημίες είναι οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση έναντι του Δημοσίου και παραγράφεται μετά από 30 έτη».
Με βάση έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που ενσωματώθηκε στις τροπολογίες, το νομοσχέδιο θα αποφέρει στο Δημόσιο πρόσθετα έσοδα 2,307 δισ. ευρώ από τα οποία το 1,144 δισ. ευρώ προέρχεται από τις νέες κλίμακες φορολογίας εισοδήματος, τα 230 εκατ. ευρώ από την αύξηση του φόρου στις καταθέσεις, τα 582 εκατ. ευρώ από την αύξηση του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων και τα 199 εκατ. ευρώ από την αύξηση του τέλους επιτηδεύματος.
ΠΗΓΗ: Εξπρές