Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Επενδυτικά καταφύγια σε περιβάλλον επιμήκυνσης, χρεοκοπίας και επιστροφής στη δραχμή
Στη συζήτηση για τα επενδυτικά καταφύγια της κρίσης συμβάλλει η Η-Online, συνομιλώντας με τον καθηγητή Χρηματοοικονομικής στο Deree, Δημήτρη Λαζόπουλο, την ώρα που μια σειρά αναλυτές, οικονομολόγοι, megafund κάνουν δυσοίωνες προβλέψεις. Η Ελλάδα θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του χρέους της και ίσως χρειαστεί να επιστρέψει στη δραχμή, λέει ο Αμερικανός οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπίνι. Τη διάλυση του ευρώ (ή την έξοδο από αυτό) χωρών της περιφέρειας της Ευρωζώνης προβλέπουν Αμερικανοί διαχειριστές επενδυτικών κεφαλαίων, μεγαλο-κερδοσκόποι όπως ο Τζιμ Ρότζερς, συνιδρυτής με τον Τζορτζ Σόρος του επενδυτικού κεφαλαίου Quantum Fund.
Υπό αυτό το πρίσμα ρωτήσαμε το κ. Δ. Λαζόπουλο να μας περιγράψει πώς βλέπει την κατάσταση του επενδυτικού χάρτη σε συνθήκες ευρω-κρίσης και ειδικότερα στην Ελλάδα σε περιβάλλον επιμήκυνσης, ενδεχόμενου χρεοκοπίας και επιστροφής στη δραχμή.
Πόσο «ελκυστικό» είναι το Χρηματιστήριο Αθηνών;
Ο Γενικός Δείκτης του ΧΑ έφτασε και κάτω από τις 1400 μονάδες την περασμένη εβδομάδα και τις τελευταίες μέρες προσπάθησε να πραγματοποιήσει μια ανοδική αντίδραση, της οποίας η κατάληξη δεν πρόκειται εύκολα να αλλάξει τη μακροχρόνια πτωτική πορεία του.
Η συνολική τεχνική εικόνα του ΓΔ είναι αρνητική, τα θεμελιώδη δεδομένα άσχημα, ο τζίρος απογοητευτικός και η ρευστότητα των περισσοτέρων μετοχών πενιχρή εκτός κάποιων γνωστών blue-chips.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, μετά τα τελευταία αποτελέσματα 9μήνου, ο αριθμητικός μέσος όρος του λόγου τιμής προς τα κέρδη (P/E-PRICE EARNING RATIO) των κυριοτέρων τραπεζικών μετοχών (Εθνική, Eurobank, Alphabank, Πειραιώς, Τράπεζα Κύπρου) είναι σχεδόν 30.
Μήπως κρύβει ευκαιρίες για το μέλλον;
Ο δείκτης αυτός είναι πολύ υψηλός για να δικαιολογεί αγορές στα τρέχοντα επίπεδα τιμών. Βέβαια η κερδοφορία των τραπεζών αυτών έχει μειωθεί πάρα πολύ από τις έκτακτες εισφορές και τις αυξήσεις επισφάλειας, επιβαρύνσεις θα μπορούσε να πει κάποιος, οι οποίες διαστρεβλώνουν τη λειτουργική τους κερδοφορία.
Παρ’ όλα αυτά και η έκτακτη εισφορά και η αύξηση των επισφαλειών είναι παράμετροι του γενικότερου μακροοικονομικού περιβάλλοντος κι ως εκ τούτου δεν μπορεί κανείς να τις διαγράψει, στον υπολογισμό της εκτίμησης του ρίσκου αγοράς των μετοχών αυτών.
Είμαι αντίθετος σε κάθε ανάλυση που αποσυνδέει την επιχείρηση από το περιβάλλον της, διότι απλούστατα εξαρτάται από αυτό και συνεπώς είμαι αντίθετος με τη φιλοσοφία ότι δεν θα πρέπει να δίνεται μεγάλη βαρύτητα στα έκτακτα αυτά αρνητικά μεγέθη.
Τόσο από τεχνική όσο και από θεμελιώδη άποψη ο ΓΔ βαδίζει μοιρολατρικά προς τριψήφιο νούμερο, εκτός εάν αποδειχτεί ότι είναι το τελευταίο καταφύγιο των χρημάτων και του εναπομείναντος πλούτου του έλληνα, για την διατήρηση της αξίας των περιουσιακών του στοιχείων, εν όψει κλυδωνισμών και αναταράξεων των σχέσεων Ελλάδος ? Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενδεχόμενης χρεωκοπίας και επιστροφής στη δραχμή.
Τι γίνεται με τα ακίνητα, το χρυσό;
Από άποψη διαχείρισης του οικογενειακού πλούτου, ο μέσος έλληνας σήμερα έχει τις εξής βασικές επιλογές στο εσωτερικό της χώρας: Ακίνητα, ομόλογα, χρυσές λίρες, χαρτονομίσματα στις θυρίδες ή στο σπίτι του και μετοχές (η εξαγωγή χρημάτων στο εξωτερικό αφήνει πολλά φορολογικά ίχνη διά της τραπεζικής οδού -εμβάσματα κλπ.- και έχει αμφισβητήσιμα διαχειριστικά αποτελέσματα, απ’ την άλλη μεριά δε, είναι σχεδόν ανέφικτη για τον μέσο έλληνα η μεταφορά χαρτονομισμάτων και δεσμίδων κατ’ ιδίοις στις αποσκευές).
Είναι δύσκολο να τεκμηριώσεις ότι αξίζει τον κόπο σήμερα να αγοράσεις ακίνητα στην Ελλάδα, λόγω των αγκυλώσεων της αγοράς, του φορολογικού καθεστώτος και των ακόμα σχετικά υψηλών τιμών, παρά μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις. Το ίδιο ισχύει για τις χρυσές λίρες, περισσότερο γιατί η τιμή τους είναι αρκετά «φουσκωμένη» τελευταία στην αγορά και επειδή εξακολουθούν σε μεγάλες ποσότητες να πέφτουν θύμα πολύ συγκεκριμένων μικρών κυκλωμάτων διακίνησης, κινούμενες σε μια γκρίζα ζώνη νομιμότητας. Επιπλέον, η τιμή του χρυσού είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα σήμερα.
Ομόλογα και ρευστά διαθέσιμα;
Η απόσυρση χρημάτων από τις τράπεζες για να στοκαριστούν στο σπίτι υπό μορφή δεσμίδων χαρτονομισμάτων εμπεριέχει το μεγάλο ρίσκο της ληστείας και της απώλειας εισοδήματος από τις προθεσμιακές καταθέσεις.
Η φύλαξη χαρτονομισμάτων στις θυρίδες των τραπεζών πιθανώς να είναι μία λύση με κάποια όμως ερωτήματα για την προσβασιμότητά τους σε περίοδο κρίσης και κάποιες επιφυλάξεις για το φορολογικό απυρόβλητό τους, επιπροσθέτως της απώλειας του επιτοκιακού εισοδήματος όπως και στην περίπτωση της φύλαξης στο σπίτι.
Φυσικά ούτε λόγος να γίνεται για ομόλογα εκτός εάν πράγματι κάποιος θέλει να ρισκάρει πολύ πιστεύοντας ότι η κατάσταση σε κάποια χρόνια θα ομαλοποιηθεί και θα επικρατήσει το καλύτερο δυνατό σενάριο της εξόδου από την κρίση.
Γι’ αυτούς και γι’ αυτή την περίπτωση υπάρχει η τριακονταετής έκδοση του ελληνικού δημοσίου 2007-2037 με επιτόκιο 4,5% η οποία σήμερα αποτιμάται περίπου στο 50%.
Καταλαβαίνει κανείς, ότι εάν σήμερα αγοράσει κάτι στο 56% της ονομαστικής του αξίας και η κατάσταση σε ένα χρόνο ομαλοποιηθεί, η τιμή του ομολόγου αυτού μπορεί να ανέβει άνετα στο 70%-80% της ονομαστικής του αξίας. Αυτή η διαφορά 56% με 70% ή 80% θα μπορεί να δώσει στον επενδυτή μία απόδοση της τάξης του 25%-40% σε ένα χρόνο. Καθόλου άσχημη! Φυσικά πάντοτε με ένα «ΕΑΝ» και «ΕΦ’ΟΣΟΝ»?
Τι λέτε για τις μετοχές;
Λίγο πολύ λοιπόν, η μόνη εναπομένουσα λύση για τη διατήρηση της αγοραστικής δύναμης των ρευστών διαθεσίμων του οικογενειακού πλούτου του μέσου έλληνα σε περίπτωση αποχώρησης από την ευρωζώνη και επιστροφής της δραχμής, είναι το ελληνικό χρηματιστήριο.
Οι μετοχές, εάν η Ελλάδα αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ενστερνιστεί τη δραχμή ή κάποιο άλλο περιφερειακό νόμισμα, όχι όλες, αλλά κάποιες με υγιή θεμελιώδη δεδομένα όπως οι γνωστές μεγάλες εταιρείες του εικοσάρη, αυτόματα θα επανακτήσουν, πιθανώς σε μεγαλύτερο ποσοστιαίο επίπεδο, την όποια υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος, έναντι των ξένων ισχυρών νομισμάτων.
Η προσαρμογή αυτή όμως πιθανώς δεν θα είναι ομαλή, αντιθέτως μπορεί να είναι βιαία, εκρηκτική και με μεγάλες διακυμάνσεις. Εννοείται φυσικά ότι η επένδυση σε μετοχές εμπεριέχει πάντοτε μεγάλο ρίσκο.
Γενικά, οι τιμές των μετοχών έχουν μεγάλες διακυμάνσεις και υπάρχουν πάντοτε και οι εξωγενείς παράγοντες της πορείας των ξένων χρηματαγορών. Τέλος, η γενικότερη εικόνα του ελληνικού χρηματιστηρίου δεν παύει να είναι αρνητική.
Σε όλα αυτά, υπάρχει όμως ένα μεγάλο «ΑΛΛΑ??.». Μήπως φτάνει σιγά-σιγά η ώρα του ελληνικού χρηματιστηρίου διά της ατόπου επαγωγής;
Τι έγινε στην περίπτωση της Αργεντινής (1999-2002);
Είναι πολύ διδακτικό το παράδειγμα της κρίσης της Αργεντινής. Στη δεκαετία του 1990, η Αργεντινή γνώρισε μία περίοδο ευημερίας, χάρη στη σταθερότητα του νομίσματός της, του πέσο (peso), το οποίο συνδέθηκε με το αμερικανικό δολάριο από το 1991.
Το 1999, όμως, μια σειρά από εξωτερικά χρηματοοικονομικά σοκ -υποτίμηση του ανταγωνιστικού βραζιλιάνικου ρεάλ (real) και ανατίμηση του αμερικανικού δολαρίου διεθνώς-, εκτροχίασαν την ανάπτυξη της χώρας. Σαν αποτέλεσμα, μετά από το 1999, η Αργεντινή γνώρισε αρνητικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και κατά την περίοδο 2001-2002 η οικονομία της κατέρρευσε.
Το 2002 το πέσο αποσυνδέθηκε από το αμερικανικό δολάριο και η ισοτιμία του βούτηξε από τη σχέση 1 προς 1 στην σχέση 1 προς 4 (400% υποτίμηση) ενώ στη χώρα επικράτησε πληθωρισμός πάνω από 80%, με τις γνωστές σκηνές πανικού στις τράπεζες, κατάρρευση χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, διαδηλώσεις, λεηλασίες στο κέντρο του Μπουένος Άιρες, πολιτική κρίση και κοινωνική αναταραχή.
Η κρίση αυτή έληξε τυπικά το 2004 και έκτοτε μέχρι σήμερα η οικονομία της Αργεντινής αναπτύσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς και σταθερότητα.
Πώς συμπεριφέρθηκε το χρηματιστήριο;
Ο Merval (ο ΓΔ του χρηματιστηρίου του Μπουένος Άιρες), το 1999 κατά την έναρξη της κρίσης ήταν γύρω στις 500 μονάδες. Μετά από μία νευρική πορεία τη διετία 2000-2001 (κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της κρίσης) πέριξ των επιπέδων των 400-500 μονάδων, κατέρρευσε στο ζενίθ της κρίσης στις 200 μονάδες (Ιανουάριος του 2002) και έκτοτε είχε μία ανοδική πορεία με διακυμάνσεις. Τον Ιανουάριο του 2004 ανέβηκε στις 1200 μονάδες, τον Ιανουάριο του 2005 ήταν πάνω από τις 1500 μονάδες και σήμερα (Δεκέμβριος 2010) στις 3450.
Οι ομοιότητες των γεγονότων της κρίσης της Αργεντινής με τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας και με αυτές που πιθανώς θα περάσουμε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είναι διδακτικές.
Το πέσο υποτιμήθηκε 400% σε μερικές εβδομάδες το 2002, ενώ ο Merval ανατιμήθηκε 600% τους επόμενους 18 μήνες. Σε 2,5 χρόνια από την υποτίμηση του νομίσματος το χρηματιστήριο της Αργεντινής επταπλασιάστηκε και σήμερα, 9 χρόνια μετά την κρίση, είναι περίπου 170 φορές πάνω από το ναδίρ των 200 μονάδων του Ιανουαρίου 2002 (200 έναντι 3450 μονάδων).
Τα συμπεράσματα δικά σας, όχι μόνο για το παρελθόν και τους πιθανούς λόγους της σημερινής κρίσης στη χώρα μας, αλλά και τι μπορεί να επακολουθήσει τα επόμενα χρόνια. Πάντοτε φυσικά με ένα μεγάλο «ΕΑΝ»?..
ΠΗΓΗ: Ημερησία